Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Συστημική κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού καπιταλισμού και μονεταριστικές ‘μεταρρυθμίσεις’



Συστημική κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού καπιταλισμού και μονεταριστικές ‘μεταρρυθμίσεις’
Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου* 15/10/2014

Κατά τη δεκαετία 2001-2010 ο συνολικός δανεισμός, δημόσιος και ιδιωτικός, αυξήθηκε με περίπου πενταπλάσιο ρυθμό ταχύτερα στην ομάδα των αναπτυγμένων χωρών, από ότι το εθνικό εισόδημά τους. Η αναντιστοιχία μεταξύ χρέους και εισοδήματος είναι ιδιαίτερα έντονη στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιρλανδία με τις χώρες ΕΕ να ακολουθούν, με την Ελλάδα στο μέσο της κατάταξης. Οι μέχρι πρόσφατα ‘οικονομίες-πρότυπα’, με ‘ευφυή’ ονόματα όπως ‘τίγρεις’, ‘δράκοντες’ κλπ, αποδείχθηκαν  οι πιο υπερχρεωμένες. Το δημόσιο χρέος των είκοσι πλουσιότερων χωρών παγκόσμια, κατά το ΔΝΤ, προβλέπεται να ανέλθει σε 115% του ΑΕΠ το 2015. Το 2050, το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας θα έχει ανέλθει σε 600% του ΑΕΠ, της Βρετανίας 500%, των ΗΠΑ 450%, της Γαλλίας 400%, της Γερμανίας 300% και της Γαλλίας 250%. Η επιταχυνόμενη χρηματοπιστωτική διόγκωση,  σε σχέση με την έκταση της ‘πραγματικής’ οικονομίας, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Η αναντιστοιχία μπορεί να κατανοηθεί είτε ως ‘επιβράδυνση’ της παραγωγικής οικονομίας, που επιβεβαιώνεται από την παρατηρούμενη κάμψη των ρυθμών παραγωγικότητας στις δυτικές οικονομίες, είτε με την επιτάχυνση, την χρηματιστική αυτονόμηση και την εκτόξευση προς την ‘εικονική πραγματικότητα’. Στην πρώτη περίπτωση, τίθεται ζήτημα κρίσης στην ‘πραγματική’ οικονομία, ενώ στη δεύτερη η κρίση περιορίζεται στον χρηματιστικό τομέα. Οι δύο όψεις της σημερινής κρίσης δεν είναι αυτόνομες, αλλά βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση, παρότι η φύση και η έκτασή τους δεν έχουν προσδιορισθεί επακριβώς.
Και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται σαφώς για κρίση υπερσυσσώρευσης και  υπερπαραγωγής, που καταλήγει πάντα στην επιβράδυνση της παραγωγής και την καταστροφή σημαντικού μέρους του συσσωρευμένου κεφαλαίου. Το γεγονός επιβεβαιώνεται με αυξητικό ρυθμό στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, με τις μεγάλης έκτασης εξαγορές στοιχείων του σταθερού εταιρικού κεφαλαίου και την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και κατοικιών. Από κάποιους ερμηνεύεται με την έννοια του ‘γενικευμένου μαρασμού’, δηλαδή της οικονομικής στασιμότητας σε μακροχρόνια βάση, όσον αφορά τόσο στον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στην ‘πραγματική’ οικονομία. Ο ‘μαρασμός’ στην πραγματική οικονομία, συνεπάγεται την αυξημένη επιφυλακτικότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων ως προς τη δέσμευσή τους σε διαδικασίες αναθέρμανσης, ενώ η μόνιμη επιφυλακτικότητα επιδεινώνει την ικανότητα της πραγματικής οικονομίας να ανακάμψει. Ο χρηματιστικός τομέας συγκροτείται πλέον ως ‘χρηματιστική εξουσία’, με συνέπεια ενώ αυτός επέτρεπε την υπέρβαση της οικονομικής στασιμότητας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, παύει σήμερα να προσφέρει λύσεις και καθίσταται  επιβαρυντικό στοιχείο του αρχικού προβλήματος.
Η παρούσα κρίση του καπιταλισμού δεν είναι τυχαία ούτε εξωγενής, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά ενδογενούς και συστημικής κρίσης. Επιβάλλεται η υπέρβαση της ‘δυαδικής’ ερμηνείας της, ώστε να εξηγηθεί το σύνολο των όψεων της κρίσης ενιαία. Η προέλευσή της ανάγεται στις δραματικές αλλαγές της οικονομικής πολιτικής των δυτικών κρατών, που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Η χρηματιστική μετάλλαξη του καπιταλισμού, η χρηματιστικοποίηση, επέτρεψε τη διάνοιξη μιας ‘οδού σωτηρίας’ για τη διοχέτευση πλεοναζόντων κεφαλαίων, ανακουφίζοντας έτσι την υπερσυσσώρευση που είχε από τότε δημιουργηθεί. Ταυτόχρονα επέτρεψε να διαμορφωθεί ένα νέο ανυπέρβλητο ‘τείχος του χρήματος’, που θα καθήλωνε τη συσσώρευση στο άμεσο μέλλον. Ο μηχανισμός σωτηρίας του καπιταλισμού επρόκειτο σύντομα να μετεξελιχθεί σε καταλύτη, που ήταν η αρχή για την μεγαλύτερη και περισσότερο επίφοβη κρίση του.
Ως γνωστό, το κυριότερο προϊόν του καπιταλισμού είναι το κεφάλαιο και η παραγωγή του αναπτύσσεται ταχύτερα από αυτή των άλλων εμπορευμάτων και οπωσδήποτε από ότι η ενεργή ζήτηση της οικονομίας (σύμφωνα με τον Μαρξ αλλά και τον Κέϋνς), με αποτέλεσμα να προκαλούνται οι περιοδικές, είτε συγκυριακές είτε διαρθρωτικές, κρίσεις. Ο ‘νόμο της δυσαναλογίας’ στην καπιταλιστική οικονομία, έχει αναλυθεί και από τον Λένιν το 1916, που επεσήμανε και τη  δυσανάλογη λειτουργία ανάμεσα στον χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό τομέα της οικονομίας.  
Αναπόφευκτη συνέπεια από την επιταχυνόμενη και άμετρη συσσώρευση του κεφαλαίου, σε σχέση με τις δυνατότητες αξιοποίησής του, είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που εξαναγκάζει το σύστημα να αναζητεί νέες, πρόσθετες μορφές αξιοποίησης του κεφαλαίου και κερδοφορίας. Το άνοιγμα του χρηματιστικού τομέα, όπως είχε επισημανθεί και από τον αμερικανό μαρξιστή οικονομολόγο  Πωλ Σουήζυ, θα ‘ανακούφιζε’ το κεφάλαιο από το αδιέξοδο της κάμψης των αποδόσεων στο οποίο είχε περιέλθει. Αυτού του είδους η ‘ανακούφιση’ με το άνοιγμα του χρηματιστικού τομέα,  είχε ήδη εμφανισθεί και λειτουργήσει με ‘επιτυχία’ στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Όμως επρόκειτο να καταλήξει άδοξα και τραγικά, με την υπονόμευση της ‘πραγματικής’ οικονομίας του καπιταλισμού, μέσω των μορφών του παρασιτισμού και της αποσύνθεσης που επέτρεψε να αναπτυχθούν στη συνέχεια. Οι αντινομίες του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχουν αναλυθεί ήδη από τον Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910) και Νικολάι Μπουχάριν (1915). Δεν επρόκειτο για απλή ‘συγχώνευση’ μεταξύ του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου, όπως κατανοήθηκε μετέπειτα, αλλά κυρίως για έναν βαθύ και αξεπέραστο ανταγωνισμό ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο  και την ‘πραγματική’ οικονομία, μέχρι την ολική επικράτηση του πρώτου επί της δεύτερης. Σήμερα το ίδιο φαινόμενο επανέρχεται και όσο περισσότερο τα πράγματα αλλάζουν, τόσο καταλήγουν να επιστρέφουν στα βασικά. Το χρηματοπιστωτικό πεδίο ‘ανακουφίζει’ τον καπιταλισμό αποδομώντας τον στη συνέχεια, μέσω της εκποίησης και εξαγοράς, σε τιμές ευκαιρίας, των περιουσιακών στοιχείων του. 
Η ‘ανακούφιση’ μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα εκπλήρωσε τον ρόλο της στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αποβαίνοντας έκτοτε διαρκώς απειλητικότερη για την ‘πραγματική’ οικονομία μέσω της παγκόσμιας επιβολής του κανόνα της συρρίκνωσης και της ύφεσης, δηλαδή του βιαιότερου αποπληθωρισμού που έχει γνωρίσει ο κόσμος στην οικονομική ιστορία του. Με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εφαρμόζονται παντού πολιτικές λιτότητας και απομείωσης τιμών, που μοιραία συνεπάγονται εξαγορές και εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημόσιου πλούτου. Με την προτεραιότητα στην πάλη κατά των  δημοσίων ελλειμμάτων και τη γενίκευση της πολιτικής της λιτότητας, οι συντηρητικότερες διεθνείς δυνάμεις, στην υπηρεσία του χρηματιστικού κεφαλαίου, διακινδυνεύουν και πάλι την κατεδάφιση κάθε μορφή παραγωγής, προς θρίαμβο του παρασιτισμού και της σήψης. Η σημερινή διαδικασία διατηρεί ομοιότητες με εκείνη που εκδηλώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, παρόλο που έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της που τη διαφοροποιούν από κάθε προηγούμενο παρεμφερές ιστορικό φαινόμενο.
Η μονεταριστική ‘επανάσταση’, στις αρχές της δεκαετίας του 1980-1990, συνέβαλε καθοριστικά στη χρηματοπιστωτική πολιτική που ακολούθησε. Παρουσιάσθηκε ως περιοριστική πολιτική, που αποσκοπούσε να θέσει υπό έλεγχο τη νομισματική κυκλοφορία προκειμένου να προστατεύσει τις οικονομίες από τον κίνδυνο του πληθωρισμού της περιόδου 1970-1980. Ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος, άνοιξε τον δρόμο για την εμφάνιση πληθώρας ανεπίσημων αλλά ισοδύναμων νομισματικών μορφών, και ιδίως αυτού που ονομάσθηκε ‘δανειακό χρήμα’. Οι περιοριστικές πολιτικές των αρχών, ξεπεράσθηκαν από τις επεκτατικές πολιτικές των ιδιωτικών τομέων. Εξάλλου τεράστιες ποσότητες χρήματος, παρασχέθηκαν στις δυτικές οικονομίες μέσω δανεισμού από τις αναδυόμενες πλεονασματικές χώρες, κυρίως της Ασίας. Οι δημιουργηθείσες νέες συνθήκες ευνόησαν την εμφάνιση των λεγόμενων χρηματοπιστωτικών καινοτομιών, που οδηγήθηκαν μέχρι τη νομιμοποίηση όλων των απαγορευμένων από την εποχή του Ρούσβελτ (1935) πρακτικών, με αποκορύφωμα το 1999, με την ακύρωση από τον Κλίντον του νόμου Γκλας-Στήγκαλ (1935), που διαχώριζε τις δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών από εκείνες των επενδυτικών. Αυτό το έτος στάθηκε καθοριστικό, για την ολοκλήρωση της χρηματιστικής μετάλλαξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτή η μετάλλαξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ‘χρηματιστικό πραξικόπημα’, που οδήγησε στον σχηματισμό μιας ‘νέας οικονομικής ολιγαρχίας’ με την εμφάνιση της έννοιας της ‘εικονικής οικονομίας’, που παρουσίασαν οι οικονομικοί σύμβουλοι του Κλίντον. Αυτή η έννοια έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό, εξαιτίας της περιφρόνησης που επέδειξε απέναντι στους νόμους της οικονομικής επιστήμης πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει το εικονικό στοιχείο στην αρχή της οικονομικής πραγματικότητας.
Έτσι αναπτύχθηκαν οι πιο εξεζητημένες, αφηρημένες και αυθαίρετες μορφές χρήματος και πίστης, χωρίς την ελάχιστη αντιστοιχία με την πραγματική οικονομία, και σε ανταγωνιστική σχέση με αυτήν. Τα χρηματιστικά παράγωγα, αποτέλεσαν το ισοδύναμο ‘όπλων μαζικής καταστροφής’. Οι τιτλοποιήσεις επισφαλών πιστώσεων, τα λεγόμενα swaps, οι ακάλυπτες πωλήσεις, τα CDS, τα hedge funds κλπ μετέτρεψαν τη σύγχρονης οικονομίας σε ένα τεράστιο ‘καζίνο’. Ενώ στόχος ήταν ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας και λαμβάνονταν μέτρα για την πραγματοποίησή του, επιτεύχθηκε η μεγαλύτερη στην ιστορία και εκτός οιουδήποτε ελέγχου πραγματική νομισματική έκρηξη και επέκταση. Η ανεξέλεγκτη νομισματοπιστωτική υπερτροφία, προκάλεσε μια βαθύτερη μετάλλαξη στο καπιταλιστικό σύστημα : η εικονική οικονομία, ευάλωτη λόγω της ταχύτητας επέκτασής της, στρέφεται σήμερα προς την παραγωγική για να της επιβάλει το κόστος της δικής της σταθεροποίησης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί πλέον απλή μορφή κεφαλαίου μεταξύ άλλων μορφών, αλλά την κυρίαρχη μορφή, που επιβάλλεται και κατευθύνει όλες τις άλλες. Αν ευσταθεί ότι η υπεραφθονία των  μέσων πληρωμών ενθαρρύνει την παραγωγή, ευσταθεί εξίσου ότι η επικράτηση της παραγωγής, με τη συναφή πτώση τιμών λόγω μειωμένης ζήτησης, συνεπάγεται την αύξηση της πραγματικής αγοραίας αξίας όλων των μέσων πληρωμών. Το εικονικό επιβάλλεται στο πραγματικό : ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αφού εξασφάλισε διέξοδο στον καπιταλισμό, που αντιμετώπιζε έλλειμμα ευκαιριών για τοποθετήσεις κεφαλαίου, συμπεριφέρεται σήμερα ως ο μέλλων ‘νεκροθάφτης’ του. Δεν επαγγέλλεται πλέον νέα πεδία αξιοποίησης του κεφαλαίου, αλλά πολιτικές λιτότητας, ύφεσης και αποπληθωρισμού, που αποφέρουν την πτώση των τιμών, με αιτιολογία τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Τα πάντα οδηγούν σήμερα όχι σε αλλαγές της παραγωγικής βάσης και δομής, αλλά σε διάλυση και εκποίηση αυτής υπό συνθήκες ‘καταστροφής’.
Έπειτα από μια περίοδο ξέφρενων δαπανών επί πιστώσει, το χρηματιστικό κεφάλαιο επιβάλλει αλλαγή πλεύσης και νέα κατεύθυνση : τη συρρίκνωση δαπανών, πιστώσεων και νομισματικής κυκλοφορίας, επικαλούμενο την αφερεγγυότητα των κρατικών χρεών και την κατάρρευση του γενικού κλίματος εμπιστοσύνης, ακόμη και στις διατραπεζικές συναλλαγές. Η μονεταριστική ‘επανάσταση’ της δεκαετίας του 1980, αντί να ελέγξει περισσότερο και να εξυγιάνει την οικονομία, κατέληξε σε ένα νομισματοπιστωτικό ωκεανό, ακόμη πιο ανεξέλεγκτο και ακόμη πιο επικίνδυνο συγκριτικά με το παρελθόν. Το δεύτερο και επιθετικότερο κύμα περικοπής των δαπανών και των πιστώσεων, είτε στο διεθνές επίπεδο είτε στο εσωτερικό, αυξάνει την πίεση για γενική απαξίωση των αγαθών, των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων, με συναφή υπεραξίωση όλων των μέσων πληρωμών. Οι περικοπές δαπανών δεν ευνοούν την παραγωγή, αλλά τις εξαγορές περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και του Δημοσίου.


 * Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου