Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Διευρεύνηση και Οικονομική Ανάλυση της Έννοιας της Προκλητής Ζήτησης στην Παροχή Υπηρεσιών Υγείας

Διευρεύνηση και Οικονομική Ανάλυση της Έννοιας
της Προκλητής Ζήτησης στην Παροχή Υπηρεσιών Υγείας

(Αναδημοσίευση από το 160ο τεύχος του περιοδικού ‘Επιθεώρηση Υγείας’ Μαίου-Ιουνίου 2016)

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ*, ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ ΖΟΥΠΑ**

ΠΕΡIΛΗΨΗ
Ο σημαντικότερος παράγοντας του φαινομένου της προκλητής ζήτησης, που είναι η ζήτηση που δεν καλύπτει υπαρκτές ανάγκες υγείας, είναι ο γιατρός που προκαλεί αύξηση της ζήτησης ιατρικών υπηρεσιών για να επιτύχει αύξηση των εσόδων του. Ο συνδυασμός ασφαλιστικής κάλυψης και αμοιβής κατά πράξη, προξενεί υπερβολική κατανάλωση και ο περιορισμός της είναι ο κύριος σκοπός της δημόσιας παρέμβασης. Η υποχρεωτική συμμετοχή ολόκληρου του πληθυσμού στη δημόσια ασφάλιση, επιτρέπει τη σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα, με δικαιοσύνη και αποδοτικότητα, και η χρηματοδότηση προέρχεται από τη γενική φορολογία με δωρεάν παροχή των υπηρεσιών υγείας. Η πλειοψηφία των οικονομολόγων της υγείας τεκμηρίωσε την προκλητή ζήτηση, διαπιστώνοντας την ύπαρξη θετικής συσχέτισης μεταξύ του αριθμού των γιατρών και της κατανάλωσης ιατρικών υπηρεσιών, ενώ η μειοψηφία αποδίδει την αύξηση της κατανάλωσης σε άλλους παράγοντες σχετιζόμενους με την αύξηση των γιατρών.
Λέξεις – κλειδιά : Προκλητή ζήτηση, ηθικός κίνδυνος, σχέση αντιπροσώπευσης, υπηρεσίες υγείας, δαπάνη υγείας, οικονομική αξιολόγηση.

ABSTRACT
INVESTIGATION AND ECONOMIC ANALYSIS OF THE MEANING OF SUPPLIER-INDUCED DEMAND IN THE HEALTH SERVICES PROVISION
K. Nikolakopoulos, M. Zoupa
The more important factor of phenomenon of supplier-induced demand, which is the demand that does not cover real needs of health, is the doctor that causes increase of medical services demand in order to achieve increase of his income. The combination of insurance cover and wage per action, causes excessive consumption and its restriction is the main aim of public intervention. The obligatory attendance of entire population in the public insurance, allows the connection of money contributions with the income, with justice and efficiency, and the financing emanates from the general taxation with free of charge benefit of health services. The majority of health economists argued the supplierinduced demand, realising the existence of positive crosscorrelation between the number of doctors and the consumption of medical services, while the minority attributes the increase of consumption in other factors related with the increase of doctors.
Key – words : Supplier-induced demand, moral hazard, representation relation, health services, health expense, economic evaluation.

Ως προκλητή ζήτηση υπηρεσιών υγείας, ορίζεται η ζήτηση που δεν αντιστοιχεί στην κάλυψη υπαρκτών αναγκών υγείας, αλλά προκαλείται από άλλους παράγοντες. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ο ίδιος ο γιατρός, που προκαλεί αύξηση της ζήτησης των ιατρικών υπηρεσιών, με σκοπό την άμεση ή έμμεση αύξηση των αποδοχών του. Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης, εμφανίζεται στα συστήματα υγείας όπου ο γιατρός αμείβεται κατά πράξη και γίνεται εντονότερο, όταν το κόστος καλύπτεται από ασφαλιστικούς φορείς. Μπορεί να προκληθεί για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους, για την πλήρωση κενών νοσηλευτικών κλινών ή για την ικανοποίηση των ίδιων των ασθενών, κυρίως όταν αυτοί δεν είναι σωστά πληροφορημένοι. Σημαντικός παράγοντας ακόμη, μπορεί να είναι και η άμεση ή έμμεση διαφήμιση ιατρικών “προϊόντων” του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό της αύξηση της κερδοφορίας των ιατρικών και φαρμακευτικών επιχειρήσεων[1].
Tο φαινόμενο της προκλητής ζήτησης ερμηνεύεται με βάση το σημείο ισορροπίας της αγοράς των υπηρεσιών υγείας, όπου η ζήτηση ισούται με την προσφορά. Αν αυξηθούν οι γιατροί και η προσφορά υπηρεσιών, τότε η καμπύλη προσφοράς θα μετατοπισθεί με μείωση των τιμών και αύξηση της ποσότητας των υπηρεσιών. Αυτά ισχύουν σε μια αγορά υπηρεσιών υγείας, όπου υπάρχει τέλειος ανταγωνισμός και το σημείο ισορροπίας στην τομή της καμπύλης ζήτησης και της καμπύλης προσφοράς, είναι αποτελεσματικό κατά Pareto. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει εναλλακτικό εφικτό σημείο παραγωγής, όπου να βελτιώνεται η ευημερία έστω και ενός ατόμου, χωρίς την μείωση της ευημερίας κάποιου άλλου. Αν μεταβληθεί η καμπύλη ζήτησης ή η καμπύλη προσφοράς, μετατίθεται το σημείο ισορροπίας και οι αντίστοιχες τιμές του αγαθού. Η ανταγωνιστική αγορά μεγιστοποιεί
την ευημερία και οδηγεί σε αποτελεσματική διανομή, κατά τη θεωρητική προσέγγιση των οικονομικών της ευημερίας. Για την αποτελεσματική λειτουργία του τέλειου ανταγωνισμού θα πρέπει να υπάρχει ομοιογενές προϊόν, μεγάλος αριθμός παραγωγών και καταναλωτών, ελευθερία εισόδου-εξόδου στην παραγωγή, βεβαιότητα, μη ύπαρξη “εξωτερικών οικονομιών”, άριστη πληροφόρηση των καταναλωτών και ανεξαρτησία προσφοράς και ζήτησης[2].
Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει για την εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που κάποιες από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν ισχύουν, όπως συμβαίνει στις αγορές των υπηρεσιών υγείας. Οι ιατρικές υπηρεσίες είναι ανομοιογενείς, με ύπαρξη πολλών και εναλλακτικών πρακτικών, ενώ τίθενται όρια στην “παραγωγή” των γιατρών σε αρκετές χώρες. Η ύπαρξη της ασθένειας και της νοσηρότητας διακρίνεται από αβεβαιότητα, και ως προς την εκδήλωσή της και ως προς της εξελικτική της πορεία, ενώ υπάρχουν επιδράσεις από “εξωτερικές οικονομίες” και επιβαρύνσεις, λόγω της μεταδοτικότητας πολλών νοσημάτων. Οι αγορές των υπηρεσιών υγείας, χαρακτηρίζονται από ασύμμετρη κατανομή γνώσης και πληροφόρησης μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Ο άρρωστος συνήθως αγνοεί την πλήρη κατάσταση της υγείας του, τις εναλλακτικές επιλογές ίασής του, την αποτελεσματικότητά τους και τις ενδεχόμενες παρενέργειες. Οι παραγωγοί ιατρικών υπηρεσιών (γιατροί κλπ), επιδρούν έτσι σημαντικά στη ζήτηση, ακυρώνοντας την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας προσφοράς και ζήτησης, αφού κύρια αιτία της προκλητής ζήτησης είναι η επιδίωξή τους να αυξήσουν τη ζήτηση, για να διατηρήσουν και αυξήσουν τα έσοδά τους. Η αύξηση της προσφοράς, αντί να μειώσει τις σχετικές τιμές, αυξάνει την ποσότητα των υπηρεσιών και ενδεχομένως αυξάνει τις τιμές[3].
Η κυριαρχία του καταναλωτή περιορίζεται σημαντικά από τη φύση των ανταλλαγών (οι καταναλωτές είναι και ασθενείς ή επιθυμούν να ελέγξουν την κατάσταση της υγείας τους), περιορίζοντας έτσι τη διαπραγματευτική τους δύναμη στην αγορά παροχής υπηρεσιών υγείας. Η αποτύπωση της ζήτησης παραχωρείται, εξαιτίας της απαιτούμενης ειδικής γνώσης, στους προμηθευτές και ο γιατρός είναι συγχρόνως και προμηθευτής και εκφραστής της ζήτησης, λειτουργώντας για λογαριασμό του ασθενούς και δημιουργώντας μια σχέση αντιπροσώπευσης Η απουσία κυριαρχίας του καταναλωτή και η σχέση αντιπροσώπευσης, παρέχει στους γιατρούς τη δυνατότητα να λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του δικού τους οφέλους, επιδιώκοντας περισσότερα έσοδα και ιδιαίτερα εκεί, όπου η αποζημίωσή τους βασίζεται στην αμοιβή κατά πράξη. Η υπερβάλλουσα ζήτηση, προκαλείται έτσι από τους προμηθευτές και όχι από τους ασθενείς που δεν έχουν επαρκή πληροφόρηση. Η προκλητή ζήτηση (supplier-induced demand), όπως έχει επικρατήσει βιβλιογραφικά, ή και ηθικός κίνδυνος από τον προμηθευτή (provider moral hazard), συνδέεται με το επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης και το επαγγελματικό κύρος και προκαλεί ποικίλες οικονομικές επιβαρύνσεις στον καταναλωτή[4].
Η δημόσια παρέμβαση στην παροχή-χρηματοδότηση υπηρεσιών υγείας, είναι εκτεταμένη σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Στα συμβατικά συστήματα αγοράς, ο συνδυασμός ασφαλιστικής κάλυψης και αμοιβής κατά πράξη προκαλεί υπερβολική κατανάλωση και ο περιορισμός του συνολικού προϊόντος του τομέα, στο κοινωνικά άριστο επίπεδο, είναι ο κύριος σκοπός της δημόσιας παρέμβασης. Σε μια συμβατική αγορά η πλευρά της παροχής φροντίδων (γιατροί-νοσοκομεία) οργανώνεται χωριστά από την πλευρά της χρηματοδότησης (ασφαλιστικοί φορείς). Εξαιτίας της προκλητής ζήτησης και του ηθικού κινδύνου, απουσιάζουν τα κίνητρα εξοικονόμησης πόρων. Η υποχρεωτική συμμετοχή ολόκληρου του πληθυσμού στη δημόσια ασφάλιση, επιτρέπει τη σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα και όχι με την “ομάδα κινδύνου” του ασφαλισμένου, χωρίς απώλεια δικαιοσύνης (λόγω καθολικής πρόσβασης) και απώλεια αποδοτικότητας. Στα εθνικά συστήματα υγείας (π.χ. Μ. Βρετανία), τα νοσοκομεία και οι μονάδες υγείας ανήκουν στο κράτος και οι γιατροί και το υπόλοιπο προσωπικό απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η χρηματοδότηση του συστήματος, εξασφαλίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη γενική φορολογία και οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται δωρεάν. Η αρχή της ανταποδοτικής ασφάλισης καταργείται πλήρως και αντικαθίσταται με την αρχή της καθολικής παροχής. Η κατανομή φροντίδων στους ασθενείς, αποφασίζεται από τους γιατρούς βάσει μη οικονομικών κριτηρίων. Η επίσκεψη σε ειδικό γιατρό, γίνεται μόνο με παραπομπή από το γενικό γιατρό και η νοσηλεία σε νοσοκομείο μόνο με παραπομπή από το γιατρό, λύνοντας έτσι τα προβλήματα που θα προκαλούσε η ασύμμετρη πληροφόρηση. Οι γενικοί γιατροί αμείβονται σύμφωνα με τον αριθμό των εγγεγραμμένων ασθενών και οι νοσοκομειακοί γιατροί με μισθό και όχι κατά πράξη, εξαλείφοντας τα κίνητρα για υπερβολική κατανάλωση, λόγω του ηθικού κινδύνου, που οδηγούν σε διόγκωση του κόστους. Η προσφορά υπηρεσιών υγείας υπόκειται σε περιορισμούς είτε διοικητικής φύσης (λίστες αναμονής), είτε με τον καθορισμό από το κοινοβούλιο του διατιθέμενου ετήσιου συνολικού ποσού χρηματοδότησης του εθνικού συστήματος υγείας[5].
Η αντιμετώπιση των αποτυχιών της αγοράς, με τους παραπάνω τρόπους, νομιμοποιεί τα εθνικά συστήματα υγείας ως θεσμούς που προάγουν την οικονομική αποδοτικότητα. Σε χώρες με εθνικά συστήματα υγείας, η δημόσια δαπάνη για την υγεία είναι χαμηλότερη από τις χώρες με κοινωνική ασφάλιση υγείας (η συνολική δαπάνη υγείας είναι χαμηλότερη στην Ευρώπη από ότι στη Β. Αμερική) και η εξοικονόμηση πόρων επιτυγχάνεται χωρίς επιπτώσεις ιατρικής φύσης. Τα εθνικά συστήματα υγείας οφείλουν την ύπαρξή τους σε προβληματισμούς για την ανάγκη εξασφάλισης της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά η επιβίωσή τους οφείλεται όχι μόνο στο μεγάλο βαθμό υποστήριξης από την κοινή γνώμη, αλλά και στο μεγάλο κόστος όλων των εναλλακτικών επιλογών[6]. Η δαπάνη υγείας, αντιστοιχεί σε σημαντικό τμήμα της συνολικής δημόσιας δαπάνης. Σε χώρες με εθνικά συστήματα υγείας, η συνολική δαπάνη για την υγεία είναι χαμηλότερη από τις χώρες με κοινωνική ασφάλιση υγείας και εκτός της εξασφάλισης κοινωνικής δικαιοσύνης, επιτυγχάνεται μικρότερο λειτουργικό κόστος. Το 2012 τα ποσοστά του ΑΕΠ για δαπάνες υγείας, σύμφωνα με πρόσφατα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, ήταν 9,3% στη Νορβηγία, 9,6% στη Σουηδία και 9,9% στη Βρετανία (χώρες με εθνικό σύστημα υγείας), ενώ στον αντίποδα ήταν 16,9% στις ΗΠΑ. Τα ποσοστά των δημοσίων δαπανών υγείας ως προς το σύνολο των υγειονομικών δαπανών το 2012, ήταν 85% στη Νορβηγία, 81,3% στη Σουηδία και 84% στην Μ. Βρετανία, ενώ αντίθετα ήταν 47,6% στις ΗΠΑ. Το ποσοστό του ΑΕΠ για δαπάνες υγείας το 2012 ήταν στην Ελλάδα 9,3%, ίσο με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, πάρα την τεράστια σωρευτική μείωση του ΑΕΠ που σήμερα έχει υπερβεί το 25% από την αρχή της οικονομικής κρίσης, λόγω εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων καταστροφικών “μνημονιακών” πολιτικών. Το μέγεθος του δημόσιου τομέα υγείας στην Ελλάδα, ήταν 67,1% το 2012, αν και σήμερα βάσιμα υποθέτουμε ότι έχει συρρικνωθεί κάτω του 65%, αρκετά κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 72,2%[7]. Οι χώρες με εθνικά συστήματα υγείας, επιτυγχάνουν συνολική δαπάνη χαμηλότερη από τις χώρες με κοινωνική ασφάλιση υγείας, εξασφαλίζοντας κοινωνική δικαιοσύνη και ευρεία υποστήριξη.
Η οικονομική αξιολόγηση των προγραμμάτων υγείας, ασχολείται με την άριστη κατανομή σπάνιων πόρων και, ασκούμενη για λογαριασμό της Πολιτείας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα δύο βασικά κριτήρια: της οικονομικής αποδοτικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η οικονομική αποδοτικότητα αφορά στην επίτευξη ή όχι του στόχου της μεγιστοποίησης των βελτιώσεων στην υγεία, που παράγονται με ένα δεδομένο επίπεδο δημόσιας δαπάνης και διακρίνεται σε τεχνική και κατανεμητική αποδοτικότητα. Η πρώτη αφορά στην αριστοποίηση της τεχνολογίας, μεγιστοποιώντας την ποσότητα προϊόντος με δεδομένο το κόστος, ή ελαχιστοποιώντας το κόστος παραγωγής μιας δεδομένης ποσότητας προϊόντος, συγκρίνει δηλαδή διαφορετικούς τρόπους παραγωγής ενός συγκεκριμένου αγαθού χωρίς να εξετάζει εναλλακτικές χρήσεις των πόρων. Η δεύτερη αναφέρεται στην αριστοποίηση της δέσμης παραγομένων προϊόντων και προϋποθέτει την τεχνική αποδοτικότητα, αλλά την υπερβαίνει, αφού ισοδυναμεί με άριστη κατανομή πόρων μεταξύ εναλλακτικών χρήσεων. Η κοινωνική δικαιοσύνη, αφορά στη δίκαιη κατανομή των βελτιώσεων αυτών στο σύνολο του πληθυσμού.
Η υπερκατανάλωση ιατρικών υπηρεσιών και φαρμακευτικών προϊόντων έχει αυξηθεί υπερβολικά, ανεξαρτήτως της ερμηνείας του φαινομένου. Έχει εκτιμηθεί ότι σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες περίπου το 25% όλων των εισαγωγών στα νοσοκομεία, το 20% των χειρουργικών επεμβάσεων και το 50% του χρόνου νοσηλείας είναι άσκοπα. Την πρωτοκαθεδρία στις άσκοπες χειρουργικές επεμβάσεις, κατέχουν οι καισαρικές τομές και οι υστερεκτομές (κυρίως σε γυναίκες <40 ετών), οι αμυγδαλεκτομές, οι χολοκυστεκτομές, οι βουβωνοκήλες και οι σκωληκοειδεκτομές. Άσκοπο θεωρείται ακόμη, το 15% των ιατρικών επισκέψεων και οι μισές σχεδόν διαγνωστικές εξετάσεις. Στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως άσκοπο εκτιμήθηκε σχεδόν το 22% των στεφανιογραφιών και το 17% των γαστροσκοπήσεων. Τα ποσοστά αυτά ποικίλουν από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή αναλόγως των συστημάτων υγείας, του ιατρικού δυναμικού, του βιοτικού επιπέδου και της δημογραφικής σύνθεσης των πληθυσμών, των επιδημιολογικών προφίλς, των κλινικών αποφάσεων για την παροχή υπηρεσιών και της ζήτησης για χειρουργικές επεμβάσεις. Αρκετά υψηλά ποσοστά παρατηρούνται σε χώρες όπου ισχύει η αμοιβή των ιατρικών υπηρεσιών κατά πράξη (π.χ. διπλάσιος δείκτης χειρουργικών επεμβάσεων στις ΗΠΑ από τον αντίστοιχο στη Μ. Βρετανία), με εκτεταμένη παραοικονομία, με πληθώρα γιατρών ή ανεπαρκώς εκπαιδευμένων, καθώς και στις περιπτώσεις ύπαρξης θεσμικής ανεπάρκειας και άγνοιας μεγάλου τμήματος των ‘καταναλωτών’ υπηρεσιών υγείας[1,8].
Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης, έχει μελετηθεί από πολλούς οικονομολόγους της υγείας και η πλειοψηφία τους έχει διαπιστώσει την ύπαρξη θετικής συσχέτισης μεταξύ του αριθμού των γιατρών και της κατανάλωσης ιατρικών υπηρεσιών, τεκμηριώνοντας την προκλητή ζήτηση[3,4,9]. Μία αύξηση των γιατρών κατά 10% προκαλεί αύξηση της κατανάλωσης ιατρικών υπηρεσιών κατά 1% (το ποσοστό αυξάνεται κατά 3% στην περίπτωση των πραγματοποιούμενων εγχειρήσεων από χειρουργικές ιατρικές ειδικότητες)[8]. Ο “νόμος του Roemer” επιβεβαιώθηκε εμπειρικά, με τη χρήση οικονομετρικών υποδειγμάτων, αποδεικνύοντας ότι μια αύξηση κατά 10% των νοσοκομειακών κλινών οδηγεί σε ισόποση αύξηση της χρήσης
τους[10]. Κατά την μειοψηφία των ασχοληθέντων με το θέμα, δεν υπάρχει προκλητή ζήτηση και η αύξηση της κατανάλωσης προκύπτει από άλλους παράγοντες σχετιζόμενους με την αύξηση των γιατρών (αύξηση της διαθεσιμότητας και προσβασιμότητας, μείωση του χρόνου αναμονής, μείωση του κόστους μεταφοράς κλπ)[3,4,9].
Η αποτυχία της αγοράς να ασφαλίσει απέναντι στις αβεβαιότητες, έχει δημιουργήσει πολλούς κοινωνικούς οργανισμούς-θεσμούς στους οποίους οι συνήθεις παραδοχές της αγοράς είναι σε κάποια έκταση αντικρουόμενες. Το ιατρικό επάγγελμα είναι μόνο ένα παράδειγμα, αν και κατά πολλές εκτιμήσεις είναι ακραίο, και όλα τα επαγγέλματα μοιράζονται μερικές κοινές ιδιότητες. Η οικονομική σπουδαιότητα των προσωπικών και ειδικά των οικογενειακών σχέσεων, αν και φθινόντων, είναι ασήμαντη στις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Το σύστημα βασίζεται σε μη αγοραίες σχέσεις που δημιουργούν εγγυήσεις συμπεριφοράς, οι οποίες αλλιώς θα χαρακτηρίζονταν από υπερβολική αβεβαιότητα. Η λογική και οι περιορισμοί της ιδεώδους ανταγωνιστικής συμπεριφοράς υπό αβεβαιότητα, μας εξαναγκάζει να αναγνωρίσουμε την ατελή περιγραφή της πραγματικότητας που παρέχεται από το απρόσωπο σύστημα τιμών[11]. Οι θεωρητικοί οικονομολόγοι, παραδοσιακά εξοστρακίζουν τις συζητήσεις για την πληροφόρηση σε υποσημειώσεις. Σοβαρή θεώρηση του κόστους της επικοινωνίας, ατελής γνώση και παρόμοια θέματα πιστεύεται ότι θα μπορούσαν να περιπλεχθούν χωρίς πληροφόρηση. Η ανάλυση των ανταγωνιστικών αγορών, στις οποίες τα χαρακτηριστικά των ανταλλασσόμενων αγαθών δεν είναι πλήρως γνωστά σε τουλάχιστον ένα μέρος κατά τη συναλλαγή, υποδηλώνει ότι αυτός ο μύθος είναι λανθασμένος[12].
Παρά την μακροχρόνια μελέτη του φαινομένου της προκλητής ζήτησης, δεν έχει υπάρξει επαρκής συζήτηση ή διερεύνηση της επήρειας της παρακίνησης στην υγεία των ασθενών. Αναπτύχθηκε μια εννοιολογική δομή για την προκλητή ζήτηση, περιλαμβάνοντας την κλινική αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών υγείας, που χρησιμοποιήθηκε, όπως και η αποτελεσματικότητα των σχέσεων αντιπροσώπευσης μεταξύ γιατρού και ασθενούς, για να αναγνωρίσει μερικούς εννοιολογικά ευκρινείς τύπους χρησιμότητας, ο καθένας με την δική του στρατηγική έννοια. Αφού εξετάσθηκε κάθε τύπος χρησιμότητας, αποδείχθηκε ότι η συνεχής εστίαση των οικονομολόγων της υγείας στο φαινόμενο της παρακίνησης, μπορεί να είναι πολύ περιορισμένο για την ανάπτυξη πολιτικών που αφορούν στη χρησιμότητα των υπηρεσιών υγείας.
Η ανάλυση των ανωτέρω περιπτώσεων δείχνει ποια είναι η προκλητή ζήτηση που δημιουργεί προβλήματα. Έτσι, οι επιδράσεις στο σύστημα υγείας, και οι απαιτούμενες πολιτικές υγείας, μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το είδος της πρόκλησης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των εξωτερικών επιδράσεων ενδέχεται κάποια πρόκληση της ζήτησης απλά να αποκαθιστά το έλλειμμα κοινωνικής ευημερίας, αυξάνοντας τα προσωπικά οφέλη στο επίπεδο του κοινωνικού οφέλους, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ισότητα οριακού κοινωνικού κόστους και οφέλους[13]. Αν κάποιος πρέπει να ακολουθήσει τη διαδρομή της κατάστασης υγείας, θα αντιμετωπίσει μια σοβαρή εμπειρική πρόκληση: υπό πλήρη ασφαλιστική κάλυψη να αποδείξει ότι τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην υγεία είναι αρνητικά.
Μια αποδοτικότερη στρατηγική, μπορεί να είναι η προσπάθεια μέτρησης του περιεχομένου των ιατρικών πληροφοριών και η διαπίστωση της αλλαγής, όταν καταγράφεται προκλητή ζήτηση[14]. Το δοκίμιο του 1963 που συνέγραψε ο Arrow σκιαγράφησε αυστηρά τα ελαττώματα της ιατρικής αγοράς, συμπεριλαμβανόμενης της αδιαφάνειάς της συγκριτικά με αγορές άλλων προϊόντων-υπηρεσιών, λόγω των κενών της αγοράς, και οι μη αγοραίοι οργανισμοί αναπτύχθηκαν για να το αντισταθμίσουν, όντας ένα σύνολο επαγγελματικών προτύπων που σχεδιάσθηκαν για να εγγυηθούν, σε κάποια έκταση, ότι οι ασθενείς δέχονταν επαρκή ποιότητα φροντίδας. Αυτοί οι οργανισμοί δεν ήταν ικανοί να αποτρέψουν και, στην πράξη, έχουν πιθανά ενθαρρύνει τη συνεχή ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας και τη σχετιζόμενη ταχεία κλιμάκωση του κόστους της φροντίδας υγείας.
Πολλοί παρατηρητές, έχουν κατακρίνει την επέκταση των αγορών και τις συσχετιζόμενες αλλαγές στους οργανισμούς και τα πρότυπα συμπεριφοράς. Οι θεμελιώδεις συνέπειες της εμπιστοσύνης και της πληροφορίας παραμένουν, παρά την πολύ μεγαλύτερη στήριξη στις αγορές για την κατανομή των πόρων. Με δεδομένη τη σπουδαιότητα της φροντίδας υγείας για τα άτομα και τις θεμελιώδεις συνέπειες που αναδείχθηκαν από τον Arrow, ο αγώνας για να επιτευχθεί μια κατάλληλη κατανομή των πόρων, διαμέσου μιας ισορροπίας των αγοραίων και μη αγοραίων οργανισμών, φαίνεται πιθανό να συνεχισθεί αδιάλειπτα στο μέλλον[15]. Οι αλλαγές στη συμμετοχή στο κόστος και στα συστήματα ανταμοιβής στην Ολλανδία το 2006, οδήγησαν σε αλλαγές στα χρηματοοικονομικά κίνητρα, που αντιμετωπίσθηκαν και από τους καταναλωτές και από τους γενικούς γιατρούς. Για τους ιδιωτικά ασφαλισμένους καταναλωτές, η συμμετοχή στο κόστος καταργήθηκε, ενώ η συμμετοχή στο κόστος ποτέ δεν ίσχυσε για τους κοινωνικά ασφαλισμένους. Τα χωριστά συστήματα ανταμοιβών για τους κοινωνικά ασφαλισμένους καταναλωτές (κατά κεφαλή φόρος) και τους ιδιωτικά ασφαλισμένους καταναλωτές (αμοιβή κατά πράξη), άλλαξαν σε ένα συνδυαστικό σύστημα κατά κεφαλή φόρου και αμοιβής κατά πράξη και για τις 2 ομάδες. Η κατάργηση της συμμετοχής στο κόστος, οδήγησε σε μια ψηλότερη αύξηση στη χρησιμότητα των νεοεισερχόμενων ασθενών για ιδιωτικά ασφαλισμένους ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω. Η εισαγωγή της αμοιβής κατά πράξη για τους κοινωνικά ασφαλισμένους καταναλωτές, οδήγησε σε μια ψηλότερη αύξηση της χρησιμότητας των νεοεισερχόμενων γιατρών. Αυτό ήταν εμφανέστατο σε άτομα ηλικίας 25-54 ετών. Οι διαφορές στην τάση, στη χρησιμότητα των νεοεισερχόμενων γιατρών επισημαίνουν την ύπαρξη του φαινομένου της προκλητής ζήτησης. Οι διαφορές στη χρησιμότητα των νεοεισερχόμενων ασθενών, φανερώνουν
την περιορισμένη απόδειξη του ηθικού κινδύνου[16].

* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά  συστήματα) , email :nikokal02@yahoo.gr,   website www.kallinikosnikolakopoulos.blοgspot.com 

** Νοσηλεύτρια – Φυσικός/Περιβαλλοντολόγος (πτυχιούχος φυσικού τμήματος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων),  email :  maroulazoupa@yahoo.gr






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] Υφαντόπουλος Γιάννης : ‘Τα οικονομικά της υγείας - θεωρία και πολιτική’, εκδόσεις Τυπωθήτω, 2003, σ. 318-322
[2] Rice Thomas : ‘Τα οικονομικά της υγείας σε επανεξέταση’, εκδόσεις Κριτική, 2006, σ. 192-194
[3] Rice Thomas : ‘Τα οικονομικά της υγείας σε επανεξέταση’, εκδόσεις Κριτική, 2006, σ. 195-198
[4] Κυριόπουλος Γιάννης : ‘Τα οικονομικά της υγείας – βασικές έννοιες, αρχές και μέθοδοι’, εκδόσεις Παπαζήση, 2007, σ. 120-121
[5] Ματσαγγάνης Μάνος : ‘Σεμινάριο Οικονομικής της υγείας- σημείωμα για την οικονομική ανάλυση του τομέα υγείας’, 2001-2002, αναρτημένο στο ftp://filer.soc.uoc.gr/students/manos/lecture%20_A5_.pdf
[6] Χλέτσος Μιχάλης : ‘Οικονομικά της υγείας’, εκδόσεις Πατάκη, 2011, σ. 100-110
[7] OECD Health Data 2013 – Frequently Requested Data, αναρτημένο στο http://www.oecd.org/els/health-systems/oecd-health-statistics-2014-frequently- equested-data.htm
[8] Τούντας Γιάννης : ‘Προκλητή ζήτηση και αλόγιστη χρήση υπηρεσιών υγείας’, 2007, αναρτημένο στο http://panacea.med.uoa.gr/topic.aspx?id=813
[9] Χλέτσος Μιχάλης : ‘Οικονομικά της υγείας’, εκδόσεις Πατάκη, 2011, σ. 178-180
[10]Υφαντόπουλος Γιάννης : ‘Τα οικονομικά της υγείας - θεωρία και πολιτική’, εκδόσεις Τυπωθήτω, 2003, σ. 322-324
[11] Arrow Kenneth : ‘Uncertainty and the welfare economics of medical care’, The American Economic Review, volume 53 - issue 5, December 1963 p. 941-973
[12] Rothschild Michael, Stiglitz Joseph : ‘Equilibrium in competitive insurance markets, an essay on the economics of imperfect information’, The quarterly journal of economics, Volume 90 – No. 4, November 1976, p. 629-649
[13] Labelle Roberta, Stoddart Greg, Rice Thomas : ‘A re-examination of the meaning and importance of supplier-induced demand’, Journal of Health Economics, 13 ,1994, p. 347-368
[14] Pauly Mark : ‘Editorial: A re-examination of the meaning and importance of supplier-induced demand’, Journal of Health Economics, 13 ,1994, p. 369-372
[15] Chernew Michael : ‘General equilibrium and marketability in the health care industry’, Journal of Health Politics, Policy and Law, Volume 26 – No. 5, October 2001, p. 885-897

[16] Dijk, C.E. van, Berg, B. van den, Verheij, R.A., Spreeuwenberg, P., Groenewegen, P.P., Bakker, D.H. de. : ‘Moral Hazard and supplier-induced demand: empirical evidence in general practice’, Health Economics, 22(3), 2013, p. 340-352

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου