Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Υπολογισμός των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα (αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών 14/9/2016)

Υπολογισμός των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα


Η μόνη χώρα της ευρωζώνης που δεν υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας – χωρών ευρωζώνης απευθείας με την Ελλάδα ήταν η Γερμανία και αντ’ αυτής υπέγραψε η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα KFW, λόγω του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων.
Το ύψος τους κατά το 2010 ατόκως ήταν 162 δισ. ευρώ (7,1 δισ. δολάρια για πολεμικές επανορθώσεις και 3,5 δισ. δολάρια για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 108 και 54 δισ. ευρώ το 2010 ατόκως αντίστοιχα, σύμφωνα με απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής Παρισίου το 1946).
Η Γερμανία δεν εξόφλησε τις αναγνωρισμένες οφειλές της προς την Ελλάδα, έχοντας εξοφλήσει όλες τις αντίστοιχες οφειλές των άλλων χωρών. Τα ποσά αυτά δεν παραγράφηκαν, ούτε μπορούν να παραγραφούν, όντας αναγνωρισμένες οφειλές με διεθνείς συμφωνίες-συμβάσεις και αρκεί η έγγραφη απαίτησή τους από την ελληνική κυβέρνηση.
Σε περίπτωση άρνησης καταβολής τους από τη Γερμανία, η Ελλάδα στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια και αναμφισβήτητης δικαίωσής της.
Η σχετική δανειακή συμφωνία του αναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου, που υπογράφηκε από πληρεξούσιους Γερμανίας-Ιταλίας την 14/3/1942, μη παρούσης της Ελλάδας, προέβλεπε: Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται μηνιαία να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ., οι επιπλέον αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος χρεώνονταν στις κυβερνήσεις Γερμανίας-Ιταλίας ως άτοκο σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές και η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα με ισχύ από 1/1/1942.
Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά εκτελεστή-αναγκαστική, με μορφή μηνιαίων προκαταβολών απροσδιόριστου ύψους, διάρκειας και ημερομηνίας αποπληρωμής άτοκα σε δραχμές, ενώ ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων, μετατρέποντας την σε κοινό συμβατικό έντοκο δάνειο.
Με την πρώτη τροποποίηση (2/12/1942) ορίστηκε ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο 1943, όταν καταβλήθηκαν δύο εξοφλητικές δανειακές δόσεις χωρίς συνέχεια, καθιστώντας το δάνειο συμβατικό, έντοκο, λόγω υπερημερίας, και σταθερού νομίσματος, αποτελώντας συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας, και όχι επανορθωτική, μη εντασσόμενο στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που ανέστειλε την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας.
Η Γερμανία δανείστηκε από την Ελλάδα, κατά παράβαση της ισχύουσας και σήμερα σύμβασης της Χάγης 1909, και δεν αμφισβήτησε ποτέ το δάνειο αρχίζοντας την αποπληρωμή του, ενώ ο καγκελάριος Ερχαρντ το 1964 δεσμεύτηκε για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας.
Η γερμανική κατοχή είναι υπεύθυνη για το ολοκαύτωμα 1940-44, την αύξηση του πληθωρισμού 15,3 εκατομμύρια φορές, ενώ μόνο η Ελλάδα κατέβαλε στη Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις. Για την επανόρθωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946, αναζητώντας το απολεσθέν ΑΕΠ με εξωτερικό δανεισμό, ενώ η ενωμένη-δημοκρατική μετά το 1990 Γερμανία αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου.
Ο Γερμανός ιστορικός Albrecht Ritchl ανέφερε ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιώσει την καταβολή των οφειλόμενων ποσών, εάν η Γερμανία την πιέσει. Ο Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, το 2010, υπολόγισε το συνολικό οφειλόμενο ποσό εντόκως σε 575 δισ. ευρώ, σημερινής εκτιμώμενης αξίας άνω των 600 δισ. ευρώ, ενώ άλλοι οικονομολόγοι το υπολόγισαν σε 1,1 τρισ. ευρώ εντόκως, σημερινής εκτιμώμενης αξίας προσεγγίζουσας το 1,2 τρισ. ευρώ.
Η διαφορά στο τελικό ποσόν της γερμανικής οφειλής οφείλεται στη χρήση διαφορετικών επιτοκίων προεξόφλησης. Το ποσό είναι άμεσα απαιτητό από τη Γερμανία, μετά την ενοποίηση Ομοσπονδιακής Γερμανίας και Λ.Δ.Γ. το 1990, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται και οφείλει να εγγράψει τη γερμανική οφειλή στις ανείσπρακτες οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο και στον κρατικό προϋπολογισμό, με την αιτιολόγηση ότι πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σχετικής εντολής, μπορούν να προβούν σε όλες τις απαραίτητες σχετικές άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους. Το γεγονός αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη μετατροπή του προϋπολογισμού της χώρας σε εντονότατα πλεονασματικό, την ολοσχερή εξάλειψη του δημόσιου χρέους και τη μετατροπή του σε μεγάλο δημόσιο σωρευτικό πλεόνασμα.
Συνεπώς θα σήμαινε την έξοδο της Ελλάδας από τη δημοσιονομική παρακολούθηση και εποπτεία της Ε.Ε., την εκπλήρωση των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ, την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, τη ραγδαία εξαφάνιση των spreads δανεισμού κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Eurostat, η Γερμανία θα υποχρεωνόταν να εγγράψει στον δικό της κρατικό προϋπολογισμό το οφειλόμενο δημόσιο χρέος προς την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα ετίθετο ζήτημα δημοσιονομικής επιτήρησης της Γερμανίας από την Ε.Ε., λόγω μη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας που έχει επιβάλει με κάθε τρόπο και με την απειλή ποινών στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
* oικονομολόγος, αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων, μέλους του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου